29 Δεκεμβρίου 2009

Μια (κλεμμένη…) Χριστουγεννιάτικη Βιβλιοθηκονομική Ιστορία….

 

Ας το ξεκαθαρίσουμε από την αρχή: ο Melvin Dewey είναι πεθαμένος. Κι αμφιβολία γι’ αυτό δεν υπάρχει καμία….Αυτό πρέπει όλοι να το καταλάβουν πέρα για πέρα, γιατί αλλιώς τίποτα το αξιοθαύμαστο δε θα’ χει η ιστορία που πρόκειται ν’ αφηγηθώ…

Μια μέρα, το λοιπόν, κι απ’ όλες τις μέρες του χρόνου την καλύτερη: την παραμονή των Χριστουγέννων, η Μελία καθόταν και δούλευε στο γραφείο της στην βιβλιοθήκη. Έκανε κρύο φαρμάκι κι είχε μια σκοτεινιά βαριά, λες κι είχε νυχτώσει απ’ το μεσημέρι… Η Μελία είχε ανοιχτή την πόρτα του γραφείου της. Ήθελε να’ χει το νου της στην πρακτηκάριο, που καταλογογραφούσε κάτι καινούργια βιβλία σ’ ένα μικρό και στενάχωρο καμαράκι παραδίπλα…Δεν υπήρχε χρόνος έπρεπε να κάνει γρήγορα…και αυτό και έκανε… Πάνω στην ώρα …μπήκαν μέσα δύο ακάλεστοι επισκέπτες…  

«Καλημέρα! Η κυρία Μελία…η υπεύθυνη της βιβλιοθήκης;», άρχισε ο ένας από τους δύο…
«Σωστά» απάντησε η Μελία…  
«Τούτη τη γιορτινή εποχή του χρόνου, κυρία Μελία… μαζί, φυσικά, με τις ευχές μας θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε ότι πραγματοποιούνται και οι καινούργιες συνδρομές - ανανεώσεις της Ένωσης Επιστημόνων της Πληροφόρησης» συνέχισε ο άγνωστος παρουσιάζοντας τα χαρτιά του κι ανοίγοντας τα βιβλία του στο γραφείο της Μελίας…
«Δεν υπάρχουν Επιστήμονες της Πληροφόρησης, δεν υπάρχει Ένωση Επιστημόνων της Πληροφόρησης» απάντησε η Μελία…
«Υπάρχουν, υπάρχουν! Και πολλοί μάλιστα και φυσικά, υπάρχει και Ένωση Επιστημόνων της Πληροφόρησης, δημιουργήθηκε πριν πολύ καιρό από βιβλιοθηκονόμους και αρχειονόμους». Απάντησε ο ένας από τους δύο ακάλεστους επισκέπτες.
«Φυσικά υπάρχουν έτσι όπως το θέτετε…αλλά, είμαι σίγουρη, πως γνωρίζετε πως τα πράγματα άλλαξαν…ήρθε η τεχνολογία…και εμείς, εδώ, το μόνο που μπορέσαμε να κάνουμε ήταν να αλλάξουμε όνομα» είπε η Μελία και γέλασε δυνατά… «Από βιβλιοθηκονόμοι, από αρχειονόμοι… γίναμε επιστήμονες της πληροφόρησης…αλλάξατε και το όνομα της ένωσής μας…και; Τι άλλαξε; Τίποτα νομίζω, δεν υπάρχουν χρήματα για αγορά βιβλίων, για αγορά περιοδικών, δεν υπάρχουν χρήματα για αγορά ηλεκτρονικών βιβλίων, ηλεκτρονικών περιοδικών και βάσεων δεδομένων, δεν υπάρχουν δουλειές μόνο εμείς μείναμε, οι βολεμένοι…και εσείς τι κάνετε για αυτό…ζητάτε τα χρήματα μας; Τι κάνετε λοιπόν για τις σχολικές βιβλιοθήκες; τι κάνετε για τις πανεπιστημιακές; οι συμβάσεις τελειώνουν…τι κάνετε για τις δημόσιες;…βγήκαν και τα stage…θα βάλετε την πρακτηκάριό μου σε μια βιβλιοθήκη με πενιχρό μισθό και χωρίς ένσημα;…γιατί εγώ…μεγάλωσα…δεν έχω μέσο…»…  
«Εσείς τι κάνετε αγαπητή κυρία μου Μελία για όλα αυτά;…γκρινιάζετε;…γιατί δε μιλάτε δημόσια; γιατί δεν παίρνετε θέση; γιατί δεν γράφεστε εδώ, να μας πείτε και ίσως να μας καθοδηγήσετε στο σωστό…Αφού τα ξέρετε όλα αυτά…Αφού μπορείτε να μας βοηθήσετε» διαμαρτυρήθηκαν οι δύο επισκέπτες…
«Δεν είναι δική μου δουλειά», τους έκοψε η Μελία… «Ας κοιτάξει ο καθένας τη δουλειά του και ας μην ανακατεύεται στις δουλειές των άλλων. Κι εμένα με φτάνουν τα βάσανα της δικής μου δουλειάς. Χωρίς προσωπικό, μόνη μου. Καλό βράδυ, κύριοι!»… «Χριστούγεννα και σαχλαμάρες»…πρόσθεσε…  

…Μπαίνοντας στο σπίτι της η Μελία, έκλεισε την πόρτα και την κλείδωσε κιόλας. Τη διπλοκλείδωσε, μάλιστα, πράγμα που δεν το συνήθιζε. Σιγουρευμένη έτσι από καθετί αναπάντεχο, έβγαλε τα ρούχα της, φόρεσε τη νυχτικιά της, τις παντούφλες και κάθισε μπροστά στο τζάκι να φάει το χυλό της…. Ένας κρότος συρτός, ακούστηκε από την κουζίνα, λες και κάποιος έσερνε μια βαριά σιδερένια αλυσίδα πάνω σε βαρέλια με κρασί. Ο θόρυβος προχώρησε, πέρασε τη ξύλινη πόρτα και βρέθηκε μέσα στην κάμαρα, μπροστά στα μάτια της. Με τον ερχομό του τινάχτηκε πιο ψηλά η ετοιμοθάνατη φωτιά, μέσα στο τζάκι, σαν να’ θελε να φωνάξει: «Τον ξέρω! Είναι το φάντασμα του Melvin Dewey!» Μετά οι φλόγες χαμήλωσαν πάλι. Το ίδιο πρόσωπο. Ολότελα το ίδιο. Ο Melvin Dewey με τα γυαλάκια του και τα μουσάκια του…τον ήξερε καλά η Μελία…είχε γράψει μια εργασία σχετικά με τη θεματική περιγραφή ως φοιτήτρια…ήταν αυτός…και αμφιβολία δε χώραγε σε αυτό…όλοι μας ξέρουμε τον Melvin Dewey…Η αλυσίδα, που έσερνε, ήταν τυλιγμένη γύρω του σαν ουρά. Η Μελία την είδε καλά αυτή την αλυσίδα: ήταν καμωμένη από μικρά βιβλία, περιοδικά, λεξικά, εγκυκλοπαίδειες, εγχειρίδια, επετηρίδες, βιογραφικά έργα και καταλόγους…. Η Μελία δεν πίστευε στα μάτια της. Και πάλευε ενάντια σ’ όσα της έλεγαν οι αισθήσεις και τα λογικά της. 
 «Λοιπόν! Τι τρέχει;» ρώτησε ψυχρή και απότομη όπως πάντα. «Τι θέλεις από μένα;»… «Ποιος είσαι;»….
«Όσο ζούσα, ήμουν ο Melvin Dewey»…. «Ήρθα εδώ απόψε για να σε προειδοποιήσω. Για να σου πω ότι έχεις ακόμα την ευκαιρία, το περιθώριο να ξεφύγεις από τη μοίρα σου. Μια ευκαιρία κι ένα περιθώριο που εγώ σου προσφέρω, Μελία».
«Ήσουν πάντα δάσκαλος…σ’ ευχαριστώ», είπε η Μελία…
«Θα’ ρθουν να σε βρούνε τρία πνεύματα και αυτή είναι η ευκαιρία σου…θα καταλάβεις…το πρώτο να το περιμένεις απόψε κιόλας, όταν θα χτυπήσει μία μετά τα μεσάνυχτα…το δεύτερο να το περιμένεις αύριο βράδυ, την ίδια ώρα. Και το τρίτο μεθαύριο, όταν το ξυπνητήρι χτυπήσει δώδεκα…» και έτσι…έφυγε… Η Μελία άνοιξε το στόμα της να πει 
«Σαχλαμάρες!» αλλά κόπηκε πριν καλά καλά αρχίσει. 

Ξαφνικά η κούραση τη νίκησε…Πήγε γραμμή στο κρεβάτι της…Ο ύπνος την πήρε στη στιγμή…. Όταν ξύπνησε η Μελία, ήταν σκοτεινά…Το φάντασμα του Melvin Dewey την αναστάτωσε πολύ…Ήταν τελικά όνειρο; Ή μήπως όχι;…Η ώρα ήταν μία παρά τέταρτο…Αυτό το τέταρτο της ώρας άργησε τόσο να περάσει…Στη μία, ένα φως άστραψε μέσα στην κάμαρα και οι κουρτίνες του κρεβατιού της τραβήχτηκαν απότομα…Η Μελία αναπηδώντας βρέθηκε να κοιτάζει κατάφατσα τον επισκέπτη από το υπερπέραν…Ήταν ένα πλάσμα αλλόκοτο, σαν μικρό παιδί, αλλά και σαν γέρος…  
«Ποιος είσαι; Τι σόι πλάσμα είσαι;»  
«Είμαι το Πνεύμα των Χριστουγέννων που Πέρασαν…Είμαι το Πνεύμα των Χριστουγέννων των παιδικών σου χρόνων…των ονείρων σου…». Κι απλώνοντας το δυνατό του χέρι την έπιασε μαλακά από το μπράτσο. «Σήκω! Κι έλα μαζί μου!»… Δεν απόσωσε καλά καλά τα λόγια του το Πνεύμα και ο τοίχος άνοιξε μπροστά τους και πέρασαν από μέσα του και βρέθηκαν στα ΤΕΙ Αθηνών…
«Θεέ μου!» φώναξε η Μελία… «Εδώ πέρασα τα φοιτητικά μου χρόνια! Εδώ μεγάλωσα…». Και παρακάλεσε το Πνεύμα να την οδηγήσει όπου εκείνο ήθελε…  
«Θυμάσαι το δρόμο;» την ρώτησε το Πνεύμα. 
«Αν τον θυμάμαι!» απάντησε η Μελία με φωνή που έτρεμε από λαχτάρα…. 
«Παράξενο, που τον είχες ξεχάσει τόσα χρόνια!» είπε το Πνεύμα. «Πάμε λοιπόν!»….
«Μα είναι η κυρία Κακούρη…η κυρία Χατζημαρή…Να τοι! Η κυρία Αβαστάγου, η κυρία Τσάφου, η κυρία Καζάζη, ο κύριος Σκρέτας, ο κύριος Δενδρινός και ο αγαπημένος κύριος Βαλάσης…Τους βλέπω! Μας αποχαιρετάνε, μας δίνουν την ευχή τους…να τα καταφέρουμε…να γίνουμε επαγγελματίες…τι καλοί;» Σκέψεις ήρθαν στον μυαλό της Μελίας…μας συμπαραστάθηκαν…μας μετέδωσαν πολύτιμες πληροφορίες…πολύτιμες γνώσεις…και εμείς τις αξιοποιήσαμε;…μπορέσαμε; Το πνεύμα χαμογέλασε συλλογισμένο κι ύστερα κούνησε το χέρι του λέγοντας: 
«Ας δούμε τώρα κάποια άλλα Χριστούγεννα!»… Το Πνεύμα στάθηκε στην πόρτα μιας πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης και ρώτησε την Μελία αν τη θυμόταν.
«Αν τη θυμάμαι;» σάστισε η Μελία. «Μα εδώ έκανα πρακτική! Εδώ έμαθα τη δουλειά μου!…εδώ γιορτάσαμε μαζί με τα Χριστούγεννα το πολυπόθητο πτυχίο μας…». Πάνω στην ώρα ήρθε και ένας μουσικάντης…Ήταν εκεί η Κατερίνα…η Γιώτα και ο Δημήτρης…η Γεωργία…κι άλλοι…κι άρχισαν να χορεύουν δυο δυο…Τα θυμότανε όλα, τα αναγνώριζε όλα, χαιρότανε με όλα, τη συγκινούσαν όλα…
«Ο χρόνος μας τελειώνει», είπε το Πνεύμα. «Πρέπει να κάνουμε γρήγορα!». Αυτά τα λόγια δεν απευθύνονταν στην Μελία. Ούτε και σ’ άλλον κανένα, μιας και άλλος κανείς δεν ήταν εκεί κοντά τους. Έκαναν, όμως, ευθύς αμέσως τη δουλειά τους. Κι η Μελία είδε ξανά τον εαυτό της… Η Μελία δεν ήταν μόνη της καθόταν δίπλα στην Σοφία, στην Αγγελίνα, στην Χρυσάνθη, στον Δημήτρη, στην Φένια, στην Αλεξάνδρα, στον Σταμάτη…και στα άλλα τα παιδιά…ήταν η μέρα που τελείωναν το μεταπτυχιακό τους… οι καθηγητές, τους χαιρετούσαν και ήταν όλοι εκεί…ο κύριος Κόκκωνας, ο κύριος Παπαθεοδώρου, ο κύριος Παπαδάκης, ο κύριος Μπώκος, η κυρία Μήτρου, ο κύριος Κανελλόπουλος, ο κύριος Μοσχόπουλος, η κυρία Κολυβά…. 
«Σας ευχαριστούμε…είπαν όλοι οι φοιτητές με μια φωνή»… «Ελπίζουμε…να τα καταφέρεται…να τα καταφέρεται στο μέγιστο βαθμό… για το καλό των χρηστών των βιβλιοθηκών…για την εξέλιξη…που αύριο μπορεί να μην έχει πόρτες και παράθυρα, αλλά σίγουρα θα πρέπει να έχει εσάς»…απάντησαν οι καθηγητές…  
«Ο χρόνος μας τελειώνει», είπε το Πνεύμα…Κι ίσα που πρόλαβε να φτάσει στο κρεβάτι και να πέσει στο στρώμα. Την ίδια στιγμή κιόλας βυθίστηκε σε ύπνο βαθύ…

Η Μελία ξύπνησε από ένα ροχαλητό πιο δυνατό από τ’ άλλα κι ανακάθισε στο κρεβάτι της να συμμαζέψει τις σκέψεις της…Το’ νιωσε μέσα της ότι είχε ξυπνήσει την κατάλληλη στιγμή, για να υποδεχτεί τον δεύτερο μαντατοφόρο, που της είχε στείλει ο Melvin Dewey… Σηκώθηκε…και πήγε προς το σαλόνι…Σ’ ένα θρονί…καθότανε γελαστός ένας Γίγαντας, θαυμαστός στην όψη…
«Πέρνα και ζύγωσε λιγάκι, να με γνωρίσεις από κοντά, άνθρωπε!» της είπε με βροντερή φωνή το Στοιχειό…. «Είμαι το Πνεύμα των Φετινών Χριστουγέννων…Κοίταξέ με!»
«Πνεύμα», είπε η Μελία ταπεινά, «οδήγησέ με όπου θέλεις εσύ….. …Το Πνεύμα την οδήγησε στο σπίτι της Χρυσούλας Ν. της πρακτηκάριου της βιβλιοθήκης της Μελίας….
«Μαμά είπε η Χρυσούλα Ν. να πιούμε και στην υγειά της Μελίας…»… «Μωρέ ευεργέτιδα να σου πετύχει!» παρατήρησε με δυνατή φωνή η κυρία Ν. «Ας την είχα εδώ και θα σου’ λεγα εγώ! Σε κουράζει…σε ταλαιπωρεί…και δεν σου μαθαίνει και τίποτα…»… 
«Μητέρα μου…καλή!» την καλόπιασε η Χρυσούλα… «Μέρα που είναι σήμερα»… «Θα πιω στην υγεία της για χάρη σου…»…Η Μελία ως την τελευταία στιγμή τους κοίταζε…σκεπτική...Μα πιο πολύ από όλους τη γλυκιά μικρή της βιβλιοθηκονόμο…που τα μάτια της έλαμπαν από θέληση…θέληση για μάθηση…  
«Θα’ θελα…Αλλά, είναι πολύ αργά!»  
«Τι τρέχει;» ρώτησε το πνεύμα… 
«Τίποτα. Μόνο να χτες το απόγευμα…δεν βοήθησα καθόλου την πρακτηκάριο μου…την έχω εκεί…και το μόνο που τη βάζω να κάνει είναι καταλογογράφηση…δεν τις έχω μάθει τίποτα…και ξέρω τόσα…»…
Σαν βρέθηκαν πάλι έξω, το σκοτάδι είχε αρχίσει να πέφτει…Περνώντας μέσα από ένα τοίχο…βρέθηκαν αντίκρυ από μια χαρούμενη παρέα, μαζεμένη γύρω από τη φουντωμένη φωτιά…εκεί η Μελία αναγνώρισε τους δύο πρωινούς της επισκέπτες…ναι! Καλά καταλάβατε ήταν το χριστουγεννιάτικο πάρτυ της Ένωσης Επιστημόνων της Πληροφόρησης…Ένας από τους δύο είπε… 
«Να πιούμε και στην υγειά της Μελίας, στην υγεία της Κατερίνας, στην υγεία της Αγγελίνας, στην υγειά της Σοφίας, στην υγειά των….……….μπορεί έτσι να αλλάξουν γνώμη και να μας βοηθήσουν…»…«Εγώ δεν έχω την υπομονή σου! Νευριάζω, όταν τους σκέφτομαι»…είπε ο δεύτερος επισκέπτης της Μελίας… 
«Εγώ, όμως, όχι! Δε θα μπορούσα να τους θυμώσω, ακόμα και αν το ήθελα. Ποιος βασανίζεται από τη στενομυαλιά τους; Αυτοί οι ίδιοι, πάντα… Αυτοί χάνουν…εμείς θα τα καταφέρουμε…έστω και λίγοι…εμείς θα πρέπει…»… Η Μελία ως την τελευταία στιγμή τους κοίταζε και άκουγε…σκεπτική...είχαν δίκαιο…Και έτσι έφυγαν… ………………………………………………………………………………………… 

Το στοιχείο πλησίασε αργά. Επιβλητικό κι αμίλητο. Όταν τον πλησίασε, η Μελία γονάτισε γιατί ο αέρας ακόμα γύρω απ’ αυτό το φάντασμα έτρεμε από τρόμο και μυστήριο. Ήταν τυλιγμένο μ’ ένα μαύρο ρούχο, που έκρυβε το κεφάλι, το πρόσωπο, το σώμα του….
«Βρίσκομαι μπροστά στο Πνεύμα των Μελλοντικών Χριστουγέννων;» ρώτησε η Μελία. Το Πνεύμα δεν αποκρίθηκε. Μόνο έδειξε με το χέρι του προς τα εμπρός…. «Οδήγησέ με! Οδήγησέ με, λοιπόν!» είπε η Μελία. «Η νύχτα φεύγει γρήγορα κι οι ώρες της θα είναι πολύτιμες για μένα. Το ξέρω. Οδήγησέ με, Πνεύμα!»… Το πνεύμα δεν μίλησε. Σιωπηλό γλίστρησε…στην ημέρα που ο κόσμος είχε ξεχάσει τους βιβλιοθηκονόμους και τους αρχειονόμους…(όσοι τους ήξεραν βέβαια…), στην ημέρα…που οι τρεις σχολές τους…αποφάσισαν να γίνουν μία…γιατί…τα παιδιά δε την επέλεγαν…στην ημέρα…που ένα κομμάτι του πολιτισμού…πένθησε…γιατί κανένας δεν είχε πάρει την απόφαση…να φωνάξει…είμαστε εδώ… γνωρίζουμε την επιστήμη…αγαπάμε τους χρήστες…αγαπάμε τη μυρωδιά των βιβλίων…αγαπάμε… την τεχνολογία…την ξέρουμε…και είμαστε εδώ για να σας μάθουμε να την αγαπήσετε και εσείς…. «Πνεύμα!» βόγκηξε η Μελία. 
«Μη μου δείχνεις άλλα! Πήγαινε με σπίτι. Γιατί σου αρέσει να με βασανίζεις; …………………………………………………………………………………………..

 Ναι! Το πόδι του δικού της κρεβατιού. Το κρεβάτι ήταν το δικό της. Η κάμαρα ήταν η δική της. Και το καλύτερο απ’ όλα: ο χρόνος μπροστά του ήταν καταδικός της κι αυτή, να τον χρησιμοποιήσει, να προλάβει να διαρθρώσει τα λάθη της! Εσείς αγαπητοί βιβλιοθηκονόμοι και αρχειονόμοι…προλαβαίνετε…?  

Χρόνια Πολλά…Καλά Χριστούγεννα και 
Ευτυχισμένο το νέο έτος….
M.N. 

 Επιλεγμένη Βιβλιογραφία
Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες/ Charles Dickens∙ μετάφραση Μαρία Αγγελίδου.- Αθήνα: Νάρκισσος, 2002.
A Christmas Carol A Christmas Carol by Charles Dickens

Δεν υπάρχουν σχόλια: